εκτατός — ή, ό (Α ἐκτατός, ή, όν) αυτός που επιδέχεται έκταση, που μπορεί να εκταθεί νεοελλ. φυσ. το εκτατόν η ιδιότητα τών στερεών σωμάτων να παθαίνουν μόνιμη αλλοίωση στο σχήμα τους με μηχανικά μέσα χωρίς να καταστραφεί η εσωτερική συνοχή τών μορίων τους … Dictionary of Greek
ἐκτατά — ἐκτατός capable of extension neut nom/voc/acc pl ἐκτατά̱ , ἐκτατός capable of extension fem nom/voc/acc dual ἐκτατά̱ , ἐκτατός capable of extension fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτατήν — ἐκτατός capable of extension fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανέκτατος — η, ο αυτός που δεν επιδέχεται έκταση, άπλωμα, μη εκτατός … Dictionary of Greek
ανέλατος — η, ο (Α ἀνέλατος, ον) αυτός που δεν είναι εκτατός με σφυρηλάτηση ή συμπίεση αρχ. βλ. ανήλατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ελατός < ελαύνω «σφυρηλατώ»] … Dictionary of Greek
αναπτυκτός — ή, ό αυτός που μπορεί να αναπτυχθεί, εξαπλώσιμος, εκτατός … Dictionary of Greek
αυτοέκτατος — αὐτοέκτατος, ον (Μ) (για συλλαβή) η φύσει μακρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + εκτατός < εκτείνώ] … Dictionary of Greek
Κορρές, Στυλιανός — (Κωμιακή Νάξου 1910 – 1989). Φιλόλογος και πανεπιστημιακός. Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στα πανεπιστήμια του Βερολίνου και της Ιένα. Το 1947 αναγορεύθηκε διδάκτορας της φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου … Dictionary of Greek
Μαστροδημήτρης, Παναγιώτης — (Μαντούδι Εύβοιας 1934 –). Φιλόλογος, πανεπιστημιακός και συγγραφέας. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, της οποίας αναγορεύτηκε διδάκτορας (1970). Σταδιοδρόμησε αρχικά ως καθηγητής σε σχολεία της μέσης εκπαίδευσης και από το … Dictionary of Greek